ΛΟΥΪΖΑ ΒΟΓΙΑΤΖΗ
Σε κάθε γιορτή έχουμε το ίδιο δίλημμα: Τι να τους πάρουμε, τα έχουν όλα. Τα παιδιά μας, τα ανίψια, τα βαφτιστήρια, τα παιδιά των φίλων, πριν προλάβουν να επιθυμήσουν κάτι, το έχουν κιόλας αποκτήσει. Και κάθε χρόνο, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, επαναλαμβάνεται η ίδια τελετουργία: Εμείς και όλοι οι υπόλοιποι μαζί τα πνίγουμε στα δώρα. Πριν κάνετε λοιπόν το κουμάντο σας και φέτος με τον Αϊ-Βασίλη, διαβάστε τις παρακάτω απαντήσεις στις πιο καίριες ερωτήσεις σχετικά με τα δώρα των παιδιών, τα καλά και τα στραβά τους.
Κατ’ αρχάς είμαστε όλοι παιδιά της εποχής μας. Όλα όσα βλέπουμε, δηλαδή, μας γεννούν επιθυμίες, ενώ κατά καιρούς όλοι μας μπερδεύουμε το «ευχαριστιέμαι» με το «ξοδεύω» και το «υπάρχω» με το «έχω». Έτσι και με τα παιδιά μας, συχνά τείνουμε να πιστέψουμε ότι η ευτυχία τους βρίσκεται ή τουλάχιστον εξαρτάται από την αφθονία αγαθών και ότι καλοί γονείς είμαστε όταν τους την προσφέρουμε. Είναι μια εποχή που η «έλλειψη» ή η «μη εκπλήρωση» είναι λέξεις που μας τρομάζουν, ιδιαίτερα όταν αφορούν τα παιδιά. Μερικοί από εμάς, συγχέουν τόσο πολύ τις ζωτικές ανάγκες (αγάπη, τρυφερότητα, σωματική επαφή, κατανόηση, φυσική παρουσία των γονιών και πολλά άλλα) των παιδιών με τις παροδικές τους επιθυμίες («Πάμε jumbo τώρα!»), που τρέμουν στην ιδέα ότι θα τα βλάψουν ή θα τα στιγματίσουν ανεπανόρθωτα αν οι φίλοι τους ή τα ξαδέρφια τους πάρουν πιο πολλά ή πιο «καλά» δώρα από τα ίδια. Επιπλέον, τα πολλά δώρα είναι μια κλασική -αδέξια και άστοχη στην ουσία- προσπάθεια να εξαγοράσουμε τις ενοχές μας που δεν έχουμε χρόνο, που λείπουμε πολύ, που δεν ασχολούμαστε αρκετά μαζί τους, κάπως σαν να τους λέμε: «Βλέπεις, σε σκέφτομαι, σε φροντίζω, εκπληρώνω τις επιθυμίες σου...».
Τα παιδιά μπορεί να βρεθούν σε μεγάλη σύγχυση, να καταλήξουν να πιστεύουν ότι η πιο σίγουρη απόδειξη αγάπης και αναγνώρισης των δικών τους είναι τα πολλά και ακριβά δώρα. Με τον καταιγισμό από δώρα, μέσα στον ψυχισμό των παιδιών τείνουν να μπερδευτούν το συναίσθημα, η χρηματική αξία, τα δώρα. Κινδυνεύουν, λοιπόν, να αρχίσουν να αδιαφορούν για όσους τα πλησιάζουν χωρίς να φέρνουν τα πολυπόθητα «καλούδια». Και θα έχουν επίσης δυσκολία να αντιλαμβάνονται τη συμβολική αξία κάθε προσφοράς που τους γίνεται, της απλής, καλοπροαίρετης χειρονομίας.
Oι γιορτές και τα δώρα που ανταλλάσσουμε είναι μια ιεροτελεστία γεμάτη συμβολισμούς και γι’ αυτό καλό είναι να μην τα προσφέρουμε υπό όρους. Υπάρχουν άλλες στιγμές και ευκαιρίες, πολύ πιο κατάλληλες, για να επιβραβεύσουμε ή να τιμωρήσουμε τα παιδιά, αν το θεωρούμε απαραίτητο. Τα δώρα είναι ένας ωραίος τρόπος να μυήσουμε τα παιδιά στην ευχαρίστηση του «δούναι και λαβείν» και καλό είναι να κρατήσουμε μακριά καθετί που υπαγορεύει ότι «η αξία σου εξαρτάται από τις πράξεις σου, τη συμπεριφορά σου, τα επιτεύγματά σου».
Μετά από ένα διαζύγιο, σχεδόν πάντα τα παιδιά κάνουν διπλές γιορτές, μία φορά στη μαμά και μία στον μπαμπά. Και ο μεγάλος φόβος των χωρισμένων γονιών είναι ότι τα παιδιά θα περάσουν καλύτερα με τον άλλον. Έτσι, προσπαθούν να προσφέρουν όσο πιο πολλά μπορούν. Αυτό όμως συνήθως υπαγορεύεται από το δικό τους ναρκισσιστικό συμφέρον («Κι αν περνάει καλύτερα εκεί κι εμένα δεν με θέλει πια;»), παρά από την πεποίθησή τους ότι αυτό είναι το καλύτερο για τα παιδιά. Τα δώρα σε μια τέτοια κατάσταση συνοδεύουν ένα «αίτημα αγάπης» προς τα παιδιά. Αυτά από τη μεριά τους είναι εγκλωβισμένα σε αυτή την κατάσταση αντιπαλότητας των γονιών για τη διατήρηση της δικής τους εύνοιας και δεν είναι δύσκολο να μπουν κι αυτά στο «παιχνίδι» και να καταντήσουν μικροί τύραννοι που απαιτούν συνεχώς και δεν ικανοποιούνται ποτέ: «Θέλετε να σας αγαπάω; Δώστε μου ό,τι σας ζητήσω!».
Δεν θα το αποφύγουμε αν επιμένουμε να το πνίγουμε στα δώρα, πολλά από τα οποία κιόλας κοροϊδεύει, επειδή δεν τα ζήτησε κι επειδή πήρε έτσι κι αλλιώς όλα όσα είχε ζητήσει. Θα γίνει επίσης «μπλαζέ» και ανικανοποίητο αν το αφήσουμε να πιστεύει ότι κάθε επιθυμία του είναι για μας υποχρέωση. Αντίθετα, είναι σημαντικό να του δώσουμε την ευκαιρία να εκφράσει επιθυμίες, χωρίς αυτές να πραγματοποιούνται άμεσα και πάντα. Δεν είναι κλισέ: Μόνο έτσι μπορεί να μάθει να ονειρεύεται, να φαντάζεται τον εαυτό του μελλοντικά, να ξεχωρίζει και να νιώθει τη στιγμή που οι επιθυμίες του εκπληρώνονται, χωρίς να χτυπιέται στο πάτωμα από πείσμα όταν αυτό δεν συμβαίνει. Αυτή είναι μια σημαντική εμπειρία και για έναν ακόμη λόγο: Αποδεσμεύεται από την παιδική φαντασίωση της παντοδυναμίας («Εγώ είμαι το κέντρο του κόσμου, όλα περιστρέφονται γύρω από μένα και τις επιθυμίες μου») και ωριμάζει.
Μάλλον πρέπει να πάρουμε απόφαση ότι αυτό πότε-πότε θα μας συμβαίνει, εφόσον τα παιδιά «ταΐζονται» με τόσα δώρα. Μπορούμε, όμως, είτε πρόκειται για τα δικά μας παιδιά είτε για παιδιά συγγενών και φίλων, να φροντίσουμε να μάθουμε από τα ίδια τι τους αρέσει και να κάνουμε μια λίστα αν οι επιθυμίες είναι πολλές. Πάντως, είναι μάλλον δύσκολο να θέλει ένα παιδί πολύ χίλια πράγματα ταυτόχρονα. Από την άλλη, αν αποφασίσουμε να μην τα ρωτήσουμε και να τους κάνουμε έκπληξη, θα πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν επιλέγουμε κάτι «άσχετο». Επομένως, καλό θα είναι να επικεντρωθούμε στα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις του παιδιού και όχι στις δικές μας! Σκεφτείτε, επίσης, ότι πολλές φορές δώρα που δεν εντυπωσίασαν καθόλου στην αρχή γίνονται αγαπημένα αντικείμενα, κάτι που συμβαίνει συχνά με τα βιβλία ή τα παιχνίδια κατασκευών.
Τα Χριστούγεννα είναι μια ευκαιρία για τους ενηλίκους να κάνουν μια «βουτιά» στη δική τους παιδική ηλικία. Αυτό βέβαια δεν είναι πάντα ευχάριστο. Έτσι, όσο πιο πολύ στερήθηκαν οι ίδιοι σαν παιδιά, τόσο πιο πολύ νιώθουν την επιτακτική ανάγκη να επανορθώσουν, προσφέροντας στα παιδιά τους άφθονα και πλούσια δώρα. Συμβαίνει συχνά κάποια από τα δώρα των παιδιών να μην είναι καθόλου ανιδιοτελή («Με αυτό το Playstation θα διασκεδάζω κι εγώ», «Ένα τέτοιο σπίτι της Barbie το ονειρευόμουν πάντα»), συχνά μάλιστα είναι άσχετα με την ηλικία του παιδιού ή ακόμα και με τις επιθυμίες του. Oι ίδιοι οι γονείς είναι πολλές φορές αυτοί που κάνουν τα παιδιά να ζητούν το «καλύτερο, ακριβότερο, πιο προχωρημένο», ενώ ταυτόχρονα αγανακτούν και τα κατηγορούν ότι είναι αχάριστα.
Τα παιδιά, όπως αντίστοιχα και οι ενήλικοι, κατά καιρούς δοκιμάζουν αρκετά και διαφορετικά είδη απώλειας. Μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπίσει την απώλεια κάποιου φίλου ή του αγαπημένου του κατοικίδιου, έναν αποχωρισμό λόγω διαζυγίου, αρρώστιας ή θανάτου. Όλες οι απώλειες δημιουργούν πόνο στα παιδιά, και συχνά εμείς οι μεγάλοι, μην αντέχοντας τον πόνο τους, προσπαθούμε να τα προστατεύσουμε λέγοντας ψέματα. Ωστόσο, αυτό που είναι πέρα για πέρα αλήθεια είναι πως, όσο κι αν προσπαθήσουμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τα προστατεύσουμε από κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διδάξουμε τους τρόπους, ώστε να διαχειριστούν το «πένθος» τους. Λένε πως τα παιδιά ξεπερνούν εύκολα την απώλεια. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν τις ξεπερνά ανώδυνα. Τόσο τα παιδιά όσο και οι μεγάλοι απλά μαθαίνουν να ζουν με αυτήν. Ωστόσο, ένα σταθερό περιβάλλον και πολλή αγάπη είναι οι πιο σίγουρες «συνταγές» για να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να αντιμετωπίσουν τη θλίψη τους.
Τι είναι ο θάνατος;
Ο ψυχολόγος Ζαν Πιαζέ, ιδιαίτερα γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με τα παιδιά, μας λέει πως για να αφομοιώσουν πλήρως την έννοια του θανάτου, πρέπει να φτάσουν στην ηλικία των 7-8 ετών, όταν, δηλαδή, θα έχουν συνειδητοποιήσει τις δύο απαραίτητες έννοιες, της ολότητας και της μη αντιστρεψιμότητας. Έως την ηλικία των 5 ετών, το παιδί, πράγματι, συνδέει τη ζωή με την κίνηση: Ό,τι κινείται είναι ζωντανό. Έως την ηλικία των 3 ετών, η μόνη ανησυχία του είναι ο αποχωρισμός. Περισσότερο, λοιπόν, από το θάνατο, είναι η διάλυση της σχέσης που επηρεάζει το νήπιο, η οποία σχετίζεται με το πρόσωπο που του παρέχει φροντίδα και τρυφερότητα, δηλαδή πρωτίστως τη μητέρα και στη συνέχεια τον πατέρα. Αν το βρέφος χάσει τη μητέρα του, χάνει το άτομο που του προσφέρει αγάπη και στοργή. Αν, πάλι, χάσει τον πατέρα του, δεν χάνει απλώς ένα σημαντικότατο και αναντικατάστατο πρόσωπο του περιβάλλοντός του, αλλά προσωρινά «χάνει» και τη μητέρα του, η συμπεριφορά της οποίας έχει αλλάξει λόγω του πένθους. Το παιδί θα ξαναβρεί τους φυσιολογικούς του ρυθμούς, μόνο όταν αποκατασταθούν η ασφάλεια και η σταθερότητα γύρω του.
Η γατούλα πήγε στον Παράδεισο;
Η ιδέα του Παραδείσου και του Ουρανού είναι πολύ οικεία στα παιδιά, ειδικά όταν φαντάζονται ότι κατοικούνται από αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο Παράδεισος είναι ένα μέρος όπου αξίζει να πάει κάποιος που αγαπούν, αλλά δίνει και την αίσθηση της σταθερότητας. Τα παιδιά γύρω στα 5 τους χρόνια αρχίζουν να εισάγουν την απώλεια στα παιχνίδια τους. Παίζουν και μονολογούν: «Πάει το κουνελάκι, το έχασε η μαμά του», ή ξαπλώνουν στο πάτωμα και λένε: «Νόμιζες ότι πέθανα, έτσι δεν είναι;». Ιδιαίτερα μπροστά στους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους, τα παιδιά αντιμετωπίζουν το θάνατο με αληθινά θεατρική διάθεση και, εναλλάσσοντας τους ρόλους, υποδύονται το ένα πρόσωπο μετά το άλλο.
Η απώλεια ανά ηλικία
Τα βρέφη, ενώ δεν αντιλαμβάνονται την έννοια του θανάτου, διαισθάνονται την απουσία και τη θλίψη των γύρω τους. Το μωρό μπορεί να αντιδράσει με διαταραχές ύπνου, αλλαγές στο πρόγραμμα διατροφής, αδικαιολόγητο κλάμα, γκρίνια και ανησυχία.
Τα νήπια εκφράζουν τα συναισθήματά τους με ένα θεατρικό τρόπο, μέσα από υπερβολική ενεργητικότητα ή κατάπτωση - και οι δύο αντιδράσεις αποτελούν εκφράσεις της θλίψης τους. Επίσης, μπορεί να δημιουργηθούν κάποιες διαταραχές στον ύπνο τους ή κάποιες φοβίες ή ακόμη και επιθετική συμπεριφορά.
Τα παιδιά από 7 έως 9 ετών αντιλαμβάνονται ότι ο θάνατος είναι ένα μόνιμο γεγονός. Κατά τη διάρκεια της απώλειας, μπορεί να εκδηλώσουν κατάθλιψη ή -αντίθετα- να προσπαθήσουν να κρύψουν τον πόνο τους πίσω από επιθετικές ενέργειες. Η αντίδρασή τους στο θρήνο είναι μικρότερη σε διάρκεια από αυτή των ενηλίκων, όμως μπορεί να χαρακτηρίζεται από παλινδρομήσεις στη συμπεριφορά τους σε προηγούμενα εξελικτικά στάδια. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιήσουν συμπεριφορές αμυντικές, που ενδέχεται να παραξενέψουν τους γονείς, όπως π.χ. να εκφράζουν χαρά αντί θλίψη.
«Τι μπορώ να κάνω;»
Όπως όλα τα θέματα που προβληματίζουν τους γονείς, έτσι και η απώλεια χρειάζεται πρώτα να «δουλευτεί» από τον ενήλικο που αναλαμβάνει να επικοινωνήσει το θέμα στο παιδί. Αν εσείς φοβάστε να κατονομάσετε λέξεις όπως θάνατος ή κηδεία, το πιο πιθανό είναι ότι θα μεταδώσετε αυτόν το φόβο και στο παιδί. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι, αν οι γονείς έχουν διδαχτεί και διδάξει πώς να διαχειρίζονται τις απώλειες, τα παιδιά τους έχουν λιγότερα και συντομότερα προβλήματα με τη συμπεριφορά, τον ύπνο και την ξεκούραση, και πολύ λιγότερα μαθησιακά ζητήματα. Αν αφήσετε τα παιδιά να κλάψουν και να επικοινωνήσουν τον πόνο τους, τότε σίγουρα θα ξαλαφρώσουν.
Οι πιο συχνές ερωτήσεις που κάνουν τα παιδιά
Γιατί πέθανε ο σκύλος μου;
Είναι πολύ σημαντικό να εξετάσουμε γιατί κάνει αυτή την ερώτηση. Μήπως αισθάνεται το ίδιο το παιδί λυπημένο, θυμωμένο ή ένοχο; Μόλις εντοπίσουμε τα συναισθήματα, χρειάζεται να του δώσουμε «χώρο» για να τα εκφράσει. Εξηγήστε του για ποιο λόγο πέθανε ο σκύλος, προκειμένου να μη νιώσει το ίδιο υπεύθυνο. Επίσης, θα μπορούσε η διαδικασία του αποχαιρετισμού, εκτός από την εξέφραση των συναισθημάτων, να συμπεριλαμβάνει και την ταφή του ζώου, σε ένα μέρος που θα έχετε επιλέξει από κοινού.
Πού είναι ο παππούς τώρα;
Πριν απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, είναι καλό να μάθουμε πού πιστεύει το παιδί ότι είναι ο παππούς τώρα. Καλό είναι να μην πούμε ότι «ο Θεός τον έχει πάρει κοντά του», διότι μελέτες έχουν δείξει ότι ο θυμός που στρέφεται προς το Θεό μπορεί να οδηγήσει στην προσωρινή ή μόνιμη απώλεια της πίστης γενικότερα. Η απάντηση είναι σημαντικό να είναι ειλικρινής, αλλά με έναν τέτοιο τρόπο διατυπωμένη ώστε να αντιστοιχεί στην ηλικία του παιδιού.
Θα πεθάνεις κι εσύ;
Είναι πολύ σημαντικό να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση καθησυχάζοντας το παιδί, αλλά ταυτόχρονα να είμαστε ειλικρινείς. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να του πούμε: «Κάποτε θα πεθάνω, αλλά ελπίζω αυτό να αργήσει», «ή δεν έχω κάποια σοβαρή αρρώστια που να απειλεί τη ζωή μου». Όταν ένα παιδί κάνει αυτή την ερώτηση, στην πραγματικότητα αυτό που λέει είναι ότι φοβάται μήπως πεθάνει αυτός που αγαπά πολύ, και αναζητά με αυτό τον τρόπο την εξασφάλιση της σταθερότητας στη ζωή του. Έτσι, ανταπαντάμε με τη βαθύτερη ερώτηση: «Ανησυχείς μήπως πεθάνω;». Αυτή μπορεί να είναι η «πόρτα» για μια πολύ καλή συζήτηση, που θα εκτονώσει τα συναισθήματα του παιδιού.
Πόσο θα ζήσω;
Μία καλή απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι ότι «κανείς δεν ξέρει με σιγουριά το πόσο θα ζήσει κάποιος, αλλά κανείς δεν ζει για πάντα». Θα καθησυχάσουμε τους φόβους του παιδιού, απαντώντας ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν όταν είναι πολύ ηλικιωμένοι και ότι οι ηλικιωμένοι δεν δείχνουν να τους απασχολεί το αν θα πεθάνουν.
Τέλος, θυμηθείτε: Τα παιδιά δεν χρειάζονται «τέλειες» απαντήσεις. Χρειάζονται γονείς που να είναι πρόθυμοι να μην αποφεύγουν να απαντήσουν στις ερωτήσεις τους. Και χρειάζονται γονείς που θα τα στηρίξουν συναισθηματικά όταν το χρειάζονται.
Με την συνεργασία της Aγγελικής Παρίου (ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός, ομαδική αναλύτρια).
Μια νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Journal of Developmental & Behavioral Pediatrics», υποστηρίζει ότι το να αρχίζει το σχολείο αργότερα το πρωί συμβάλλει στην καλύτερη εγκεφαλική λειτουργία των εφήβων για το υπόλοιπο της ημέρας.
Πιο συγκεκριμένα οι ερευνητές από το Bradley Hasbro Children's Research Center (BHCRC) βρήκαν ότι μια καθυστέρηση στο πρώτο χτύπημα του κουδουνιού κατά 25 λεπτά, από τις 8.15 στις 8.40, θα εξασφαλίσει περίπου μισή ώρα περισσότερου ύπνου στους μαθητές, αυξάνοντας κατά 26% το ποσοστό του απαραίτητου 8ωρου ύπνου τους κάθε βράδυ.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, τόσο η υπνηλία όσο και η κακή διάθεση, αλλά και η κατανάλωση καφέ μειώθηκαν στους μαθητές μετά την εφαρμογή του νέου ωραρίου έναρξης των μαθημάτων τους καθημερινά. Επιπλέον, αυτή η καθυστέρηση δεν είχε καμία επίπτωση στις ώρες που αφιέρωναν τα παιδιά ούτε στο διάβασμά τους ούτε στις αθλητικές και άλλες εξωσχολικές τους δραστηριότητες.
Όπως εξηγεί η επικεφαλής της έρευνας, δρ. Julie Boergers, ψυχολόγος και ειδικός σε θέματα ύπνου: «Αν τα ωράρια των σχολείων προσαρμοστούν στους κιρκαδικούς ρυθμούς των εφήβων (δηλαδή στους ρυθμούς της καθημερινότητάς τους) και στις ανάγκες τους για ύπνο, τότε είναι βέβαιο ότι θα έχουμε πιο ξεκούραστα λυκειόπαιδα, πιο χαρούμενα, αλλά και πιο κατάλληλα προετοιμασμένα για να δεχτούν τη γνώση, χωρίς να χρειάζεται να δημιουργούν εξαρτήσεις από την καφεΐνη και από άλλα ενεργειακά ποτά απλά και μόνο για να μένουν ξύπνια στην τάξη».
ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΚΟΠΟ… ΘΕΛΕΙ ΤΡΟΠΟ!
Είναι γεγονός πως η συζήτηση για θέματα σχετικά με το σεξ μπορεί να είναι δύσκολη και άβολη για κάποιους γονείς. Ωστόσο ανάλογα με το επίπεδο της ανάγκης και της ζήτησης των παιδιών εμείς οι γονείς οφείλουμε να προσφέρουμε όση πληροφόρηση «χρειάζεται» κατά καιρούς το παιδί μας.
τι άλλα θέματα θα θέλατε στην ιστοσελίδα μας